- λάκωνας
- και λάκων, ο, θηλ. λάκαινα (Α λάκων, -ωνος θηλ. λάκαινα) (ως εθνικό) Λάκωνας, Λάκαιναο κάτοικος τής Λακωνίας ή αυτός που κατάγεται από τη Λακωνίανεοελλ.(το αρσ.) ο λάκωνζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας ελατερίδεςαρχ.1. ως επίθ. αυτός που προέρχεται από τη Λακωνία ή αυτός που χρησιμοποιείται από τους Λάκωνες2. το θηλ. αἱ Λάκαιναιτίτλος έργου τού Σοφοκλέους3. ονομασία μιας ριξιάς τών κύβων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Λάκων είναι παράλληλος τού Λακεδαιμόνιος και χρησιμοποιήθηκε ως συντετμημένος τ. συνήθως στο καθημερινό λεξιλόγιο (βλ. και Λακεδαίμων)].
Dictionary of Greek. 2013.