λάκωνας

λάκωνας
και λάκων, ο, θηλ. λάκαινα (Α λάκων, -ωνος θηλ. λάκαινα) (ως εθνικό) Λάκωνας, Λάκαινα
ο κάτοικος τής Λακωνίας ή αυτός που κατάγεται από τη Λακωνία
νεοελλ.
(το αρσ.) ο λάκων
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας ελατερίδες
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που προέρχεται από τη Λακωνία ή αυτός που χρησιμοποιείται από τους Λάκωνες
2. το θηλ. αἱ Λάκαιναι
τίτλος έργου τού Σοφοκλέους
3. ονομασία μιας ριξιάς τών κύβων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Λάκων είναι παράλληλος τού Λακεδαιμόνιος και χρησιμοποιήθηκε ως συντετμημένος τ. συνήθως στο καθημερινό λεξιλόγιο (βλ. και Λακεδαίμων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λάκωνας — ο ο κάτοικος της Λακωνίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λάκωνας — Λάκων a Laconian masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τσάκωνες — Ονομασία των κατοίκων της Τσακωνιάς (Πελοπόννησος). Με την ονομασία Τζέκονες αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Κωνσταντίνο Z’ τον Πορφυρογέννητο, ο οποίος, ως στρατιώτες, τους θεωρούσε καταλληλότερους στην επάνδρωση φρουρίων. Ήταν απόγονοι των… …   Dictionary of Greek

  • προσεδρεύω — Α 1. κάθομαι, παραμένω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πότερα κατ οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», Ευρ.) 2. είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, τόν προσέχω («τῇ θεραπείᾳ τοῡ θεοῡ προσεδρεύειν», Ιώσ.) 3. βρίσκομαι στο πλευρό κάποιου, τόν φροντίζω 4. μένω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”